- ρομβόμυς
- ο, Νζωολ. γένος τρωκτικών τής οικογένειας critecidae που ζουν στην Ασία και σκάβουν πολύπλοκα υπόγεια συστήματα στοών, με αποτέλεσμα να καταστρέφουν, συχνά, τις καλλιέργειες και διάφορα εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως λ.χ. τα αναχώματα.
Dictionary of Greek. 2013.